- σπινθήρισμα
- το, Ν [σπινθηρίζω]σπινθηρισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπινθήρισμα — σπινθήρισμα, το και σπινθηρισμός, ο εκπομπή σπινθήρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φεντό, Ζορζ — (Feydeau, Παρίσι 1862 – Ριέιγ, Παρίσι 1921). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Παρουσιάστηκε ως συγγραφέας μονολόγων και εγκαινίασε τη σταδιοδρομία του ως κωμωδιογράφου με τον Ράφτη κυριών (1886)· ακολούθησε μια μακρά και γόνιμη συνεργασία με τον… … Dictionary of Greek